- αμανίκωτος
- -η, -οο χωρίς μανίκια, με γυμνά τα μπράτσα: Η μητέρα της της έλεγε να μη βγαίνει στο δρόμο αμανίκωτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμανίκωτος — η, ο (Μ ἀμανίκωτος) [μανίκιον] αυτός που δεν έχει μανίκια, που έχει γυμνά τα χέρια, ξεμανίκωτος … Dictionary of Greek